- διότιπερ
- διότι , διότιbecauseindeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διότι — (AM διότι) (σύνδ. αιτιολ.) γι αυτό, γι αυτόν τον λόγο αρχ. 1. (σε πλάγια ερώτηση) για ποιόν λόγο 2. ότι 3. (επιτατ.) διότιπερ γιατί ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + ότι*] … Dictionary of Greek